- ὀλιγοψύχους
- малодушных
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὀλιγοψύχους — ὀλιγοψύ̱χους , ὀλιγόψυχος faint hearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)